- ξαγιάζω
- μετ. обвешивать, обсчитывать; обворовывать, обкрадывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαγιάζω — [ξάγι] 1. (για μυλωνά) παίρνω μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που μού ανήκει για το άλεσμα τών δημητριακών που έκανα στον μύλο μου 2. μτφ. παίρνω κάτι με ύπουλο τρόπο, κρυφά, δόλια, κλέβω … Dictionary of Greek